θυηλή

θυηλή
θυηλή (θύω): the part of the victim to be burned, sacrificial offering, pl., Il. 9.220†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θυηλή — θυηλή, ἡ (Α) 1. (ιδίως στον πληθ.) αἱ θυηλαί το καιόμενο μέρος τού θύματος («ὁ δ ἐν πυρί βάλλε θυηλάς», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «θυηλὴ Ἄρεος» η προσφορά στον Άρη, το αίμα τών σκοτωμένων 3. θυσία («θυηλαὶ ἀναίμακτοι», ΑΠ). [ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματίστηκε κατά τα… …   Dictionary of Greek

  • θυηλή — part of a victim offered in burntsacrifice fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυηλῇ — θυηλέομαι pres subj mp 2nd sg θυηλέομαι pres ind mp 2nd sg θυηλή part of a victim offered in burntsacrifice fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυηλαῖς — θυηλή part of a victim offered in burntsacrifice fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυηλαί — θυηλή part of a victim offered in burntsacrifice fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυηλῆς — θυηλή part of a victim offered in burntsacrifice fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυηλῇς — θυηλή part of a victim offered in burntsacrifice fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυηλήν — θυηλή part of a victim offered in burntsacrifice fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυηλῶν — θυηλή part of a victim offered in burntsacrifice fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

  • θυηλούμαι — θυηλοῡμαι, έομαι (Α) [θυηλή] προσφέρω ως θυσία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”